- Λάπας
- Sp Lãpas Ap Λάπας/Lapas L V Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
λαπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ρύζι το οποίο έγινε σαν χυλός από το πολύ βράσιμο: Ο λαπάς κάνει καλό στο στομαχόπονο. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, νωχελικός: Παντρεύτηκε έναν άντρα λαπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαπάς — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 37 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαρισσού. * * * ο 1. βραστό χυλωμένο ρύζι 2. κατάπλασμα … Dictionary of Greek
λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] … Dictionary of Greek
τραχανάς — ο, Ν 1. είδος ζυμαρικού από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή σιμιγδάλι το οποίο αποξηραίνεται αφού πρώτα βράσει μέσα σε γάλα 2. μτφ. άνθρωπος μαλθακός και ανεπιτήδειος, λαπάς 3. φρ. «έχει τραχανά απλωμένο» αδιαφορεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγανός, κατ… … Dictionary of Greek
Πίσεμσκι, Αλεξέι Φεοφιλάκτοβιτς — (1821 – 1881). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του πανεπιστήμιου της Μόσχας και για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάστηκε σε κρατικές υπηρεσίες στην Κοστρομά και τη Μόσχα. Έγραψε νουβέλες, διηγήματα και μυθιστορήματα, με θέματα από τη … Dictionary of Greek
lap — interj. – Exprimă zgomotul produs de a lipăi sau zgomotul produs de două corpuri care se lipesc, cum ar fi solul şi piciorul gol sau mîna pălmuind o faţă. – var. leap, leop, lip, liop. Creaţie expresivă, cf. hap, fr. lapper. – Der. lăpăi, vb. (a… … Dicționar Român
Lapas — Sp Lãpas Ap Λάπας/Lapas L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λαπάδιασμα — το, ατος το να γίνει κάτι λαπάς, το χύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαπαδιάζω — (λ. τουρκ.), λαπάδιασα, λαπαδιασμένος, γίνομαι λαπάς: Λαπαδιασμένο πιλάφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαίλαπας — λαί̱λαπας , λαῖλαψ furious storm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)